- καταύλησις
- κατ-αύλησις, εως, ἡ,A flute-playing, Thphr.HP4.11.5, Apollon.Mir. 49; treatment by music, Sor.2.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταύλησις — καταύλησις, ἡ (Α) [καταυλώ] 1. το παίξιμο τού αυλού 2. το να θέλγει ή να θέλγεται κανείς με τον αυλό … Dictionary of Greek
καταύλησις — flute playing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλήσει — καταύλησις flute playing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταυλήσεϊ , καταύλησις flute playing fem dat sg (epic) καταύλησις flute playing fem dat sg (attic ionic) καταυλέω charm by flute playing aor subj act 3rd sg (epic) καταυλέω charm by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλήσεως — καταυλήσεω̆ς , καταύλησις flute playing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)